Feb 7, 2025 | Νέα
Ο ύπνος αποτελεί ζωτικό κομμάτι της συνολικής υγείας, ιδιαίτερα για τα άτομα με διαβήτη. Πέρα από την ξεκούραση που προσφέρει, έχει άμεση επίδραση στη ρύθμιση του σακχάρου στο αίμα, στη λειτουργία της ινσουλίνης και στον μεταβολισμό.
Όταν ο ύπνος είναι ποιοτικός και επαρκής, ο οργανισμός μπορεί να ρυθμίσει καλύτερα τα επίπεδα γλυκόζης, ενώ η έλλειψή του ενδέχεται να αυξήσει τον κίνδυνο για επιπλοκές.
Έχει διαπιστωθεί πως τα άτομα με ανεπαρκή ύπνο παρουσιάζουν υψηλότερα επίπεδα γλυκόζης το πρωί και αυξημένη αντίσταση στην ινσουλίνη.
Παράλληλα, η στέρηση ύπνου μπορεί να διαταράξει τις ορμόνες που ρυθμίζουν την πείνα, οδηγώντας σε αυξημένη όρεξη και πρόσληψη βάρους, παράγοντες που επιδεινώνουν τον διαβήτη.
Πως επηρεάζει ο ύπνος τα επίπεδα του διαβήτη
Ο ύπνος παίζει σημαντικό ρόλο στη ρύθμιση της γλυκόζης, καθώς επηρεάζει τη δράση της ινσουλίνης, της ορμόνης που επιτρέπει στα κύτταρα να χρησιμοποιούν τη γλυκόζη ως ενέργεια.
Όταν δεν κοιμόμαστε αρκετά ή όταν ο ύπνος είναι διαταραγμένος, η ικανότητα του οργανισμού να διαχειριστεί τη γλυκόζη μειώνεται.
Αυτό μπορεί να οδηγήσει σε αύξηση των επιπέδων σακχάρου στο αίμα, γεγονός που με την πάροδο του χρόνου ενδέχεται να επιδεινώσει τον διαβήτη.
Μελέτες δείχνουν ότι η χρόνια στέρηση ύπνου μπορεί να αυξήσει την αντίσταση στην ινσουλίνη, κάτι που σημαίνει ότι ο οργανισμός χρειάζεται περισσότερη ινσουλίνη για να διατηρήσει τα επίπεδα γλυκόζης σε φυσιολογικά επίπεδα.
Αυτή η μεταβολική δυσλειτουργία ενισχύει τον κίνδυνο ανάπτυξης διαβήτη τύπου 2, ενώ στα ήδη διαγνωσμένα άτομα μπορεί να οδηγήσει σε δυσκολία ρύθμισης του σακχάρου.
Διαταραχές ύπνου που επηρεάζουν τα άτομα με διαβήτη
Πολλοί διαβητικοί υποφέρουν από διαταραχές ύπνου, γεγονός που επηρεάζει τόσο την καθημερινότητά τους όσο και τη γενική τους υγεία.
Η άπνοια ύπνου είναι μία από τις πιο συχνές παθήσεις, ειδικά σε άτομα με αυξημένο σωματικό βάρος.
Πρόκειται για μια κατάσταση κατά την οποία η αναπνοή διακόπτεται προσωρινά κατά τη διάρκεια του ύπνου, οδηγώντας σε κακή οξυγόνωση του οργανισμού και απορρύθμιση της γλυκόζης.
Η αϋπνία, από την άλλη πλευρά, είναι συχνό φαινόμενο στους διαβητικούς και συχνά συνδέεται με το άγχος της διαχείρισης της νόσου.
Επιπλέον, το σύνδρομο ανήσυχων ποδιών, μια νευρολογική διαταραχή που προκαλεί ακατανίκητη ανάγκη για κίνηση των κάτω άκρων, μπορεί να επηρεάσει σημαντικά την ποιότητα του ύπνου.
Συμβουλές
Για να βελτιώσετε την ποιότητα του ύπνου σας, είναι σημαντικό να διαμορφώσετε έναν υγιεινό τρόπο ζωής.
Μια ισορροπημένη διατροφή, με αποφυγή βαριών γευμάτων και αλκοόλ πριν τον ύπνο, μπορεί να συμβάλει στη βελτίωση της ποιότητας του ύπνου.
Η καθιέρωση σταθερών ωρών ύπνου και η αποφυγή οθονών πριν από την κατάκλιση μπορούν επίσης να βοηθήσουν.
Επιπλέον, η διατήρηση ενός ήσυχου και άνετου περιβάλλοντος ύπνου, με σωστή θερμοκρασία και περιορισμό των θορύβων, μπορεί να διευκολύνει την ξεκούραση και την ποιότητα του ύπνου.
Η βελτίωση του ύπνου μπορεί να έχει θετικές επιπτώσεις στη ρύθμιση του διαβήτη και στη γενική υγεία.
Εάν αντιμετωπίζετε σοβαρά προβλήματα ύπνου, είναι σημαντικό να ζητήσετε ιατρική συμβουλή ώστε να αντιμετωπίσετε έγκαιρα τις πιθανές αιτίες και να βελτιώσετε την ποιότητα ζωής σας.
Dec 13, 2024 | Νέα
Η άσκηση αποτελεί αναπόσπαστο κομμάτι ενός υγιεινού τρόπου ζωής, ιδιαίτερα για άτομα με διαβήτη.
Εκτός από τα γενικά οφέλη για την καρδιοαγγειακή υγεία, την απώλεια βάρους και τη μείωση του άγχους, η άσκηση έχει σημαντική επίδραση στη ρύθμιση των επιπέδων σακχάρου στο αίμα.
Ωστόσο, η κατανόηση του πώς λειτουργεί ο οργανισμός κατά τη διάρκεια και μετά την άσκηση μπορεί να βοηθήσει τους διαβητικούς να επωφεληθούν από αυτήν με ασφάλεια.
Πώς λειτουργεί ο οργανισμός κατά τη διάρκεια της άσκησης
Κατά την άσκηση, το σώμα χρειάζεται ενέργεια για να υποστηρίξει τη λειτουργία των μυών.
Η κύρια πηγή αυτής της ενέργειας είναι η γλυκόζη, η οποία αντλείται από την κυκλοφορία του αίματος και τα αποθέματα γλυκογόνου στους μυς και το συκώτι.
Η φυσική δραστηριότητα αυξάνει την ευαισθησία των κυττάρων στην ινσουλίνη, γεγονός που επιτρέπει στα κύτταρα να απορροφούν τη γλυκόζη πιο αποτελεσματικά, μειώνοντας τα επίπεδα σακχάρου στο αίμα.
Αυτός ο μηχανισμός παρατηρείται τόσο κατά τη διάρκεια όσο και για αρκετές ώρες μετά την άσκηση, καθιστώντας την ιδιαίτερα ωφέλιμη για τη ρύθμιση του διαβήτη.
Άμεσες επιδράσεις της άσκησης στο σάκχαρο
Η επίδραση της άσκησης εξαρτάται από τον τύπο, τη διάρκεια και την ένταση της δραστηριότητας:
1. Αερόβια Άσκηση: Περπάτημα, τρέξιμο ή κολύμβηση μειώνουν σταθερά τα επίπεδα γλυκόζης κατά τη διάρκεια της δραστηριότητας, καθώς ο οργανισμός χρησιμοποιεί τη γλυκόζη για ενέργεια.
2. Αναερόβια Άσκηση: Ασκήσεις όπως τα βάρη ή τα σπριντ μπορεί αρχικά να αυξήσουν ελαφρώς το σάκχαρο λόγω της απελευθέρωσης γλυκόζης από το συκώτι, αλλά αργότερα συμβάλλουν στη βελτίωση της ευαισθησίας στην ινσουλίνη.
3. Συνδυαστική Άσκηση: Εναλλαγές ανάμεσα σε αερόβιες και αναερόβιες δραστηριότητες προσφέρουν συνδυασμένα οφέλη, συμβάλλοντας σε καλύτερη συνολική διαχείριση της γλυκόζης.
Μακροπρόθεσμα οφέλη της άσκησης για διαβητικούς
Με την τακτική άσκηση, το σώμα γίνεται πιο αποτελεσματικό στη χρήση της γλυκόζης και της ινσουλίνης.
Αυτό βοηθά στη διατήρηση σταθερών επιπέδων σακχάρου και μειώνει τον κίνδυνο επιπλοκών του διαβήτη, όπως καρδιοπάθειες και νευροπάθειες.
Επίσης, η άσκηση συμβάλλει στη διαχείριση του βάρους, κάτι που έχει άμεσο αντίκτυπο στον διαβήτη τύπου 2.
Μακροπρόθεσμα, οι ασθενείς που εντάσσουν την άσκηση στη ζωή τους διαπιστώνουν χαμηλότερη ανάγκη για φάρμακα, καλύτερη καρδιοαγγειακή υγεία και αυξημένη ποιότητα ζωής.
Συμβουλές για ασφαλή άσκηση
Παρόλο που η άσκηση προσφέρει πολλαπλά οφέλη, η ασφαλής εφαρμογή της είναι κρίσιμη για τους διαβητικούς:
– Έλεγχος Σακχάρου: Μετρήστε τα επίπεδα πριν, κατά τη διάρκεια και μετά την άσκηση. Αν είναι πολύ χαμηλά ή υψηλά, αποφύγετε την έντονη δραστηριότητα.
– Πρόληψη Υπογλυκαιμίας: Κρατήστε μαζί σας σνακ με υδατάνθρακες, όπως χυμούς ή μπάρες. Οι ξαφνικές πτώσεις γλυκόζης είναι συχνές κατά την έντονη ή παρατεταμένη άσκηση.
– Εξατομίκευση Προγράμματος: Επιλέξτε δραστηριότητες που ταιριάζουν στις ανάγκες και τις δυνατότητές σας. Συμβουλευτείτε έναν γιατρό ή έναν γυμναστή με εμπειρία στον διαβήτη.
– Ενυδάτωση και Προθέρμανση: Η αφυδάτωση και οι μυϊκοί τραυματισμοί μπορεί να επηρεάσουν τα επίπεδα σακχάρου.
Ψυχολογικά οφέλη της άσκησης
Η τακτική σωματική δραστηριότητα δεν επηρεάζει μόνο το σώμα αλλά και την ψυχή.
Η άσκηση μειώνει το στρες, το οποίο συχνά αυξάνει το σάκχαρο στο αίμα μέσω της απελευθέρωσης κορτιζόλης.
Επιπλέον, βελτιώνει τη διάθεση και την αυτοπεποίθηση, βοηθώντας τους διαβητικούς να νιώθουν μεγαλύτερο έλεγχο στη ζωή τους.
Η άσκηση αποτελεί σημαντικό εργαλείο στη διαχείριση του διαβήτη, προσφέροντας άμεσες και μακροπρόθεσμες βελτιώσεις στα επίπεδα σακχάρου.
Με σωστή καθοδήγηση και προσαρμοσμένο πρόγραμμα, οι διαβητικοί μπορούν να απολαμβάνουν μια πιο υγιή και ισορροπημένη ζωή, ενσωματώνοντας την άσκηση στην καθημερινότητά τους.
Nov 25, 2024 | Νέα
Η Διαβητική Νεφρική Νόσος αποτελεί μία από τις σοβαρότερες επιπλοκές του Σακχαρώδη Διαβήτη, ιδιαίτερα αν δεν αντιμετωπιστεί έγκαιρα.
Πρόκειται για μια πάθηση που προσβάλλει τα νεφρά, καθιστώντας τα λιγότερο ικανά να φιλτράρουν το αίμα αποτελεσματικά.
Τι είναι η Διαβητική Νεφρική Νόσος
Η Διαβητική Νεφρική Νόσος (ΔΝΝ), γνωστή και ως διαβητική νεφροπάθεια, είναι μια προοδευτική πάθηση που αναπτύσσεται όταν ο μακροχρόνιος και κακώς ελεγχόμενος Σακχαρώδης Διαβήτης επηρεάζει τη λειτουργία των νεφρών.
Οι νεφροί είναι υπεύθυνοι για την απομάκρυνση των τοξινών από το αίμα και για τη διατήρηση της ισορροπίας των υγρών και των ηλεκτρολυτών.
Σε άτομα με διαβήτη, τα υψηλά επίπεδα γλυκόζης στο αίμα μπορούν να προκαλέσουν βλάβη στα μικρά αιμοφόρα αγγεία των νεφρών, καθιστώντας τα ανίκανα να λειτουργούν σωστά.
Στα πρώιμα στάδια, η βλάβη μπορεί να είναι ανεπαίσθητη. Όμως με την πάροδο του χρόνου μπορεί να οδηγήσει σε χρόνια νεφρική ανεπάρκεια.
Οι στατιστικές δείχνουν ότι περίπου το 20-40% των διαβητικών μπορεί να αναπτύξουν ΔΝΝ, ειδικά εάν δεν ακολουθούν τακτική παρακολούθηση και θεραπευτική αγωγή.
Παράγοντες Κινδύνου
Η Διαβητική Νεφρική Νόσος μπορεί να εμφανιστεί σε όλους όσοι πάσχουν από Σακχαρώδη Διαβήτη. Όμως κάποιοι παράγοντες αυξάνουν τον κίνδυνο.
Οι κυριότεροι παράγοντες κινδύνου περιλαμβάνουν:
- Μακροχρόνιος και ανεπαρκής έλεγχος του σακχάρου στο αίμα
- Υψηλή αρτηριακή πίεση (υπέρταση), που επιδεινώνει την πίεση στα αιμοφόρα αγγεία των νεφρών
- Γενετική προδιάθεση: Οικογενειακό ιστορικό νεφρικής νόσου ή διαβήτη αυξάνει την πιθανότητα εμφάνισης
- Κάπνισμα: Η νικοτίνη επιβαρύνει την κατάσταση των αγγείων και επιδεινώνει τη λειτουργία των νεφρών
- Αυξημένα επίπεδα χοληστερόλης, που μπορούν να συμβάλουν στη συσσώρευση πλάκας στα αιμοφόρα αγγεία
Αν και οι παράγοντες αυτοί επιδεινώνουν την κατάσταση, ένας διαβητικός ασθενής που διατηρεί το σάκχαρο και την αρτηριακή πίεση υπό έλεγχο μπορεί να μειώσει σημαντικά τον κίνδυνο εμφάνισης ΔΝΝ.
Πότε πρέπει να ελεγχθεί ένας ασθενής με Σακχαρώδη Διαβήτη;
Η πρώιμη διάγνωση είναι κρίσιμη. Συνιστάται σε ασθενείς με διαβήτη τύπου 1 να υποβληθούν σε έλεγχο της νεφρικής λειτουργίας 5 χρόνια μετά τη διάγνωση.
Σε ασθενείς με διαβήτη τύπου 2, ο έλεγχος πρέπει να γίνεται άμεσα μετά τη διάγνωση, καθώς συχνά έχουν χρόνια διαβήτη χωρίς να το γνωρίζουν.
Η εξέταση περιλαμβάνει:
- Μικροαλβουμινουρία: Ελέγχεται η παρουσία πρωτεΐνης στα ούρα, που αποτελεί ένδειξη βλάβης στα νεφρά.
- Εκτίμηση της σπειραματικής διήθησης (GFR): Μέτρηση της λειτουργίας των νεφρών.
Η σχέση με τον Διαβήτη Κύησης
Οι γυναίκες που έχουν εμφανίσει διαβήτη κύησης κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης είναι σε αυξημένο κίνδυνο για ανάπτυξη διαβήτη τύπου 2. Κατά συνέπεια κινδυνεύουν να αναπτύξουν Διαβητική Νεφρική Νόσο.
Η παρακολούθηση της γλυκόζης στο αίμα και της αρτηριακής πίεσης είναι απαραίτητη, και μετά την εγκυμοσύνη, για τη μείωση του κινδύνου.
Συμπτώματα της Διαβητικής Νεφρικής Νόσου
Τα συμπτώματα της Διαβητικής Νεφρικής Νόσου συχνά δεν είναι εμφανή στα αρχικά στάδια.
Καθώς όμως η νόσος εξελίσσεται, μπορεί να εμφανιστούν τα εξής σημάδια:
- Πρήξιμο στους αστραγάλους, τα πόδια και τα μάτια
- Αύξηση της αρτηριακής πίεσης
- Αύξηση της κόπωσης και της αδυναμίας
- Δυσκολία στη συγκέντρωση
- Αλλαγές στη συχνότητα της ούρησης
Η έγκαιρη αναγνώριση αυτών των συμπτωμάτων και η επικοινωνία με τον γιατρό μπορούν να αποτρέψουν την προχωρημένη νεφρική βλάβη.
Διάγνωση
Η διάγνωση της ΔΝΝ γίνεται μέσω εξετάσεων αίματος και ούρων.
Οι βασικές εξετάσεις περιλαμβάνουν:
- Ούρα για λεύκωμα: Έλεγχος για πρωτεΐνες στα ούρα, που είναι πρώιμο σύμπτωμα της νεφροπάθειας.
- Αίμα για κρεατινίνη: Μέτρηση της κρεατινίνης για εκτίμηση της λειτουργίας των νεφρών.
- Εκτίμηση GFR: Υπολογισμός της σπειραματικής διήθησης, που δείχνει πόσο καλά φιλτράρουν τα νεφρά το αίμα.
Θεραπευτική Προσέγγιση
Η θεραπεία για τη Διαβητική Νεφρική Νόσο εστιάζει στην επιβράδυνση της εξέλιξης της νόσου και στην προστασία της λειτουργίας των νεφρών.
Οι βασικοί άξονες θεραπείας περιλαμβάνουν:
- Έλεγχο της γλυκόζης: Η σταθεροποίηση του σακχάρου στο αίμα είναι κρίσιμη για την επιβράδυνση της νεφρικής βλάβης.
- Ρύθμιση της αρτηριακής πίεσης: φάρμακα όπως οι αναστολείς του μετατρεπτικού ενζύμου της αγγειοτενσίνης (ACE inhibitors) ή οι αποκλειστές των υποδοχέων της αγγειοτενσίνης (ARBs) συμβάλλουν στη μείωση της πίεσης και στην προστασία των νεφρών.
- Διακοπή καπνίσματος: Το κάπνισμα επιδεινώνει τη νεφρική βλάβη και θα πρέπει να διακοπεί.
- Διατροφή: Μια δίαιτα χαμηλή σε πρωτεΐνες μπορεί να μειώσει το βάρος στα νεφρά, ενώ είναι σημαντικό να περιορίζεται το αλάτι.
Η τακτική παρακολούθηση από εξειδικευμένο ιατρό και η τήρηση των οδηγιών είναι απαραίτητα για την αποτροπή περαιτέρω επιδείνωσης.
Η Διαβητική Νεφρική Νόσος είναι μια σοβαρή επιπλοκή του Σακχαρώδη Διαβήτη, αλλά μπορεί να προληφθεί και να ελεγχθεί με σωστή διαχείριση.
Με την έγκαιρη διάγνωση, την παρακολούθηση και τις αλλαγές στον τρόπο ζωής μπορούν να συμβάλλουν σημαντικά στην προστασία της υγείας των νεφρών.
Είναι απαραίτητο για κάθε άτομο με διαβήτη να συζητά με τον γιατρό του για τη λειτουργία των νεφρών του και να υποβάλλεται σε τακτικούς ελέγχους, ώστε να προλάβει την πρόοδο της νόσου και να διασφαλίσει μια καλύτερη ποιότητα ζωής.
Nov 14, 2024 | Νέα
Ο Διαβήτης στέλνει προειδοποιητικά σημάδια τα οποία όσο νωρίτερα συνειδητοποιήσει ο ασθενής, τόσο μικρότερη θα είναι μακροπρόθεσμα η βλάβη που μπορεί να προκληθεί.
Ειδικότερα στην περίπτωση του Διαβήτη Τύπου 2 πολλά από αυτά τα συμπτώματα ενδέχεται να είναι τόσο ήπια ώστε να περνούν απαρατήρητα στην αντίληψη του ατόμου.
Σε αντίθεση με τον Διαβήτη Τύπου 1 στον οποίο είναι πιο σοβαρά και εκδηλώνονται γρήγορα, σε λίγες ημέρες ή εβδομάδες.
Σε κάθε περίπτωση πάντως, τα μικρά σήματα που στέλνει το ανθρώπινο σώμα δεν πρέπει να αγνοούνται και ο ασθενής χρειάζεται άμεσα να απευθύνεται στον γιατρό του για την περαιτέρω εξέτασή τους.
Πως όμως μπορεί κάποιος να αναγνωρίσει τα πρώτα σημάδια του Διαβήτη και ποια είναι τα αθόρυβα εκείνα συμπτώματα τα οποία πρέπει να μας ενεργοποιήσουν;
Κάθε πότε επισκέπτεστε την τουαλέτα;
Η ούρηση αποτελεί ένα συνήθη τρόπο με τον οποίο το σώμα προσπαθεί να αποβάλλει τα αυξημένα ποσοστά του ζαχάρου.
Εφόσον λοιπόν παρατηρήσετε πως η νυχτερινή επίσκεψη στην τουαλέτα συμβαίνει περισσότερες από δύο φορές, τότε μάλλον είναι αναγκαίο να προχωρήσετε σε μία γενική εξέταση αίματος.
Διψάω περισσότερο
Εδώ δημιουργείται ένας φαύλος κύκλος, η συχνή ούρηση προκαλεί περισσότερη δίψα. Το άτομο λοιπόν στην προσπάθειά του να μειώσει αυτή τη σωματική ανάγκη, σε πολλές περιπτώσεις καταναλώνει χυμούς και αναψυκτικά τα οποία αυξάνουν τα επίπεδα του ζαχάρου στο αίμα, με αποτέλεσμα να καταλήγουμε πάλι στο ίδιο σημείο από όπου το πρόβλημα ξεκίνησε.
Απώλεια βάρους
Η επαναλαμβανόμενη ούρηση προκαλεί απώλεια υγρών & θερμίδων και κατ’ επέκταση απώλεια βάρους εξαιτίας της ελλειπούς διαχείρισης του ζαχάρου στο σώμα. Σημαντικό ρόλο όμως όσον αφορά την απώλεια σωματικού βάρους παίζει η ένδεια ινσουλίνης. Τα μειωμένα ως και ελάχιστα επίπεδα ινσουλίνης στο ανθρώπινο σώμα, έχουν σαν αποτέλεσμα την δημιουργία μιας υπερκαταβολικής κατάστασης , με τελική κλινική έκφραση την απώλεια σωματικού βάρους.
Με την έναρξη της θεραπείας το άτομο παρατηρεί αύξηση του σωματικού του βάρους εξαιτίας των ισορροπημένων επιπέδων ζαχάρου στο αίμα, της φαρμακευτικής μείωσης των περιφερικών αντιστάσεων στην δράση της ινσουλίνης και την αποκατάσταση της ελλειμματικής έκκρισης αυτής όταν αυτό απαιτείται.
Έλλειψη ενέργειας και αίσθηση αυξημένης πείνας
Το ανθρώπινο σώμα μετατρέπει την τροφή σε γλυκόζη την οποία τα κύτταρα χρησιμοποιούν ως ενέργεια. Τα κύτταρα όμως για να μπορέσουν να μεταβολίσουν την γλυκόζη έχουν ανάγκη από ινσουλίνη.
Από την στιγμή λοιπόν που τα ίδια αντιστέκονται στην ινσουλίνη ή εφόσον το σώμα δεν έχει την ικανότητα παραγωγής αρκετής ινσουλίνης, η γλυκόζη δεν εισέρχεται στα κύτταρα με αποτέλεσμα την απώλεια ενέργειας.
Αυτό έχει σαν αποτέλεσμα το άτομο να νιώθει περισσότερη πείνα και κούραση από ότι συνήθως.
Έλλειψη διάθεσης
Εφόσον τα επίπεδα του ζαχάρου στον αίμα δεν είναι ισορροπημένα στο άτομο, αναπόφευκτα επηρεάζεται και η διάθεση του.
Σε πολλές μάλιστα περιπτώσεις τα άτομα διακατέχονται από εριστικότητα και παρουσιάζουν σημάδια τα οποία παραπέμπουν στην κατάθλιψη.
Δεν είναι λίγες δε οι φορές που άτομα τα οποία αντιμετωπίζουν αυτήν την κατάσταση, θεωρούν πως έχουν την ανάγκη κάποιας ψυχιατρικής θεραπείας.
Τα ίδια όμως άτομα παρατηρούν αλλαγή της διάθεσής τους με την βελτίωση των επιπέδων ζαχάρου στο αίμα τους μέσω της αγωγής την οποία προτείνει ο γιατρός.
Θολή όραση
Η συσσώρευση γλυκόζης στο μάτι μειώνει την ικανότητά του να εστιάσει σωστά, κάτι που παρατηρείται σε αρχικά στάδια του διαβήτη και το οποίο προκαλεί προσωρινή αλλοίωση του σχήματος του ματιού.
Έπειτα όμως από μικρό χρονικό διάστημα εξειδικευμένης θεραπείας, τα φυσιολογικά μεγέθη και η όραση του ματιού επανέρχονται.
Αργή επούλωση πληγών
Στα άτομα με υψηλά επίπεδα ζαχάρου στο αίμα οδηγούν σε μείωση της ικανότητας επούλωσης πληγών του σώματος.
Αίσθηση μουδιάσματος στα πόδια
Η έλλειψη ισορροπίας του ζαχάρου έχει επίσης σαν συνέπεια μια μικρή βλάβη στα νεύρα, πράγμα το οποίο ενδέχεται να προκαλέσει μία αίσθηση μουδιάσματος ή και πόνου στα πόδια.
Λοιμώξεις του ουροποιητικού
Επαναλαμβανόμενες λοιμώξεις του ουροποιητικού, παρότι το άτομο ακολουθεί μία σωστή καθημερινή υγιεινή, μπορεί να οδηγήσουν τον γιατρό να προτείνει εξειδικευμένες εξετάσεις για διαβήτη.
Αυτό συμβαίνει διότι για τους μύκητες και τα βακτήρια, η παρουσία υψηλών επιπέδων ζαχάρου στον κόλπο και τα ούρα αποτελούν φιλόξενο έδαφος, οδηγώντας στην εμφάνιση λοιμώξεων και μολύνσεων.
Αίσθηση φαγούρας και ξηρό στόμα.
Η αυξημένη παραγωγή ούρων αφυδατώνει το σώμα ενός διαβητικού ατόμου, αποτέλεσμα αυτού είναι ο ασθενής να νιώθει ξηρό το στόμα του, ενώ η αφυδάτωση που προκαλείται κάνει το δέρμα του σώματος πιο ξηρό προκαλώντας παράλληλα και φαγούρα.
Tip: Τι να κάνω τώρα που κόλλησε η ζυγαριά;
Oct 13, 2024 | Νέα
Ο διαβήτης είναι μια από τις πιο συχνές χρόνιες παθήσεις στον σύγχρονο κόσμο, επηρεάζοντας εκατομμύρια ανθρώπους παγκοσμίως. Υπάρχουν διαφορετικοί τύποι διαβήτη, με τους πιο γνωστούς να είναι ο τύπος 1 και ο τύπος 2.
Ωστόσο, υπάρχει και ένας λιγότερο γνωστός τύπος, ο Λανθάνων Αυτοάνοσος Διαβήτης Ενηλίκων (LADA), που συχνά δεν διαγιγνώσκεται έγκαιρα ή θεωρείται λανθασμένα διαβήτης τύπου 2.
Σε αυτό το άρθρο, θα εξηγήσουμε τι ακριβώς είναι ο LADA, ποια είναι τα χαρακτηριστικά των ασθενών που τον παρουσιάζουν, πώς γίνεται η διάγνωσή του και πώς ρυθμίζεται.
Τι είναι ο LADA;
Ο Λανθάνων Αυτοάνοσος Διαβήτης Ενηλίκων (LADA) είναι μια μορφή διαβήτη που εμφανίζεται σε ενήλικες, συνήθως μετά την ηλικία των 30-35 ετών, και έχει χαρακτηριστικά τόσο του διαβήτη τύπου 1 όσο και του τύπου 2.
Παρόλο που μοιάζει αρχικά με τον διαβήτη τύπου 2, ο LADA είναι στην πραγματικότητα μια αυτοάνοση διαταραχή.
Αυτό σημαίνει ότι το ανοσοποιητικό σύστημα του οργανισμού επιτίθεται στα βήτα κύτταρα του παγκρέατος, καταστρέφοντας σταδιακά την ικανότητά του να παράγει ινσουλίνη.
Αυτός ο τύπος διαβήτη είναι πιο ύπουλος και εμφανίζεται πιο αργά σε σύγκριση με τον κλασικό διαβήτη τύπου 1, γι’ αυτό και συχνά ονομάζεται «λανθάνων».
Η μεγαλύτερη διαφορά μεταξύ LADA και διαβήτη τύπου 1 είναι η ταχύτητα εξέλιξης.
Ενώ στον διαβήτη τύπου 1 η καταστροφή των βήτα κυττάρων είναι γρήγορη και οι ασθενείς χρειάζονται άμεσα ινσουλίνη, στον LADA η καταστροφή γίνεται σταδιακά.
Για αυτόν τον λόγο, πολλοί ασθενείς που έχουν LADA αρχικά δεν χρειάζονται θεραπεία με ινσουλίνη, όπως συμβαίνει με τους ασθενείς με διαβήτη τύπου 2, αλλά τελικά θα την χρειαστούν σε κάποιο στάδιο της νόσου.
Χαρακτηριστικά των ασθενών που παρουσιάζουν LADA
Οι ασθενείς με LADA παρουσιάζουν ορισμένα κοινά χαρακτηριστικά που τους ξεχωρίζουν από τους ασθενείς με άλλες μορφές διαβήτη:
Ηλικία έναρξης: Συνήθως, οι ασθενείς με LADA διαγιγνώσκονται μετά την ηλικία των 30 ετών. Αυτή η ηλικία είναι πιο χαρακτηριστική για τον διαβήτη τύπου 2, γι’ αυτό και συχνά γίνεται λανθασμένη διάγνωση στην αρχή.
Αυτοάνοσα χαρακτηριστικά: Όπως στον διαβήτη τύπου 1, οι ασθενείς με LADA έχουν αντισώματα που επιτίθενται στα βήτα κύτταρα του παγκρέατος. Η παρουσία αυτών των αντισωμάτων είναι ένα σημαντικό διαγνωστικό κριτήριο.
Σταδιακή μείωση της παραγωγής ινσουλίνης: Ενώ οι ασθενείς μπορεί αρχικά να ανταποκρίνονται σε φάρμακα που χρησιμοποιούνται για τον διαβήτη τύπου 2, όπως τα φάρμακα για τη ρύθμιση της γλυκόζης, τελικά θα χρειαστούν θεραπεία με ινσουλίνη, καθώς η παραγωγή ινσουλίνης από το πάγκρεας μειώνεται.
Κανονικό ή μέτριο σωματικό βάρος: Σε αντίθεση με τους περισσότερους ασθενείς με διαβήτη τύπου 2, που συχνά είναι υπέρβαροι, οι ασθενείς με LADA έχουν συνήθως κανονικό σωματικό βάρος ή μόνο μέτρια αύξηση βάρους.
Διάγνωση
Η διάγνωση του LADA μπορεί να είναι δύσκολη, καθώς τα συμπτώματά του είναι παρόμοια με αυτά του διαβήτη τύπου 2.
Για αυτόν τον λόγο, πολλές φορές γίνεται λανθασμένη διάγνωση και ο ασθενής λαμβάνει αρχικά αγωγή για διαβήτη τύπου 2.
Ωστόσο, υπάρχουν ορισμένες βασικές εξετάσεις που μπορούν να βοηθήσουν στην ακριβή διάγνωση:
Εξετάσεις αντισωμάτων: Η παρουσία συγκεκριμένων αντισωμάτων, όπως τα GAD αντισώματα (αντισώματα κατά της γλουταμινικής αποκαρβοξυλάσης), είναι ένας βασικός δείκτης αυτοάνοσου διαβήτη. Αυτά τα αντισώματα είναι παρόντα στον LADA, αλλά όχι στον διαβήτη τύπου 2.
Εξέταση C-πεπτιδίου: Το C-πεπτίδιο είναι ένα υποπροϊόν της παραγωγής ινσουλίνης από το πάγκρεας. Οι ασθενείς με LADA έχουν χαμηλά επίπεδα C-πεπτιδίου, γεγονός που δείχνει μειωμένη παραγωγή ινσουλίνης.
Κλινική εικόνα και ιστορικό: Το ιατρικό ιστορικό του ασθενούς και η αντίδραση του σε φαρμακευτική αγωγή είναι επίσης σημαντικά στοιχεία για την διάγνωση του LADA.
Ρύθμιση του LADA
Η ρύθμιση του LADA είναι πολύ σημαντική, καθώς η θεραπεία πρέπει να προσαρμοστεί στην αργή αλλά προοδευτική απώλεια παραγωγής ινσουλίνης.
Στα πρώτα στάδια της νόσου, η αγωγή μπορεί να περιλαμβάνει φάρμακα που χρησιμοποιούνται για τον διαβήτη τύπου 2, όπως οι αναστολείς DPP-4, οι GLP-1 αγωνιστές ή η μετφορμίνη.
Ωστόσο, καθώς ο οργανισμός χάνει την ικανότητα να παράγει επαρκή ποσότητα ινσουλίνης, οι ασθενείς με LADA θα χρειαστούν εξωγενή χορήγηση ινσουλίνης.
Η παρακολούθηση των επιπέδων γλυκόζης στο αίμα είναι επίσης κρίσιμη για την αποτελεσματική ρύθμιση.
Η συνεχής εκπαίδευση των ασθενών για τη σωστή διατροφή, την άσκηση και τη διαχείριση του άγχους είναι επίσης απαραίτητη για την αποφυγή επιπλοκών.
Συμπερασματικά
Ο Λανθάνων Αυτοάνοσος Διαβήτης Ενηλίκων (LADA) είναι ένας υποδιαγνωσμένος τύπος διαβήτη που συχνά μπερδεύεται με τον διαβήτη τύπου 2.
Η έγκαιρη και σωστή διάγνωση είναι απαραίτητη για τη σωστή διαχείριση της νόσου, καθώς οι ασθενείς με LADA θα χρειαστούν τελικά ινσουλίνη.
Εάν έχετε διαγνωστεί με διαβήτη τύπου 2, αλλά τα συμπτώματα και η θεραπεία σας δεν ανταποκρίνονται όπως αναμένεται, αξίζει να συζητήσετε με τον διαβητολόγο σας την πιθανότητα ύπαρξης LADA.
Η γνώση και η προσαρμογή της θεραπείας είναι τα κλειδιά για τη βέλτιστη διαχείριση του LADA και για μια καλύτερη ποιότητα ζωής.